- προσαιτιώμαι
- -άομαι, Ακατηγορώ επί πλέον κάποιον ως ένοχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + αἰτιῶμαι «μέμφομαι, κατηγορώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek